χαλβανίς

χαλβανίς
-ίδος, ἡ, Α
1. (με σημ. επιθ.) αυτή που παράγει χαλβάνη («χαλβανὶς ῥίζα», Νίκ.)
2. (με σημ. ουσ.) το φυτό φερούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάνη «ρητίνη φυτού» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλβανίδες — χαλβανίς of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλβανίδος — χαλβανίς of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”